Εκλογές ΗΠΑ: Τι γίνεται αν προκύψει ισοπαλία Τραμπ – Χάρις; – Ελεύθερος Τύπος
Written by Newsroom on November 2, 2024
Tι γίνεται όμως αν αυτό σημαίνει ισοπαλία; Τι θα συμβεί αν, κατά κάποιον τρόπο, ούτε η Χάρις ούτε ο Τραμπ καταφέρουν να πάρουν την πλειοψηφία των εκλεκτόρων; Σίγουρα, αυτό το σενάριο είναι εξαιρετικά απίθανο (αλλά όχι αδύνατο).
-Το Εκλεκτορικό Κολέγιο
Το σύστημα του Εκλεκτορικού Κολεγίου προβλέπει κάθε Πολιτεία, συν την Ουάσιγκτον, να επιλέγει εκλέκτορες που θα ψηφίσουν για τον πρόεδρο.
Με άλλα λόγια, αν ένας Ρεπουμπλικανός κερδίσει τη λαϊκή ψήφο σε μια Πολιτεία, όλες οι εκλεκτορικές ψήφοι πηγαίνουν σε αυτόν και το αντίστροφο. Αυτό το σύστημα επιλέχθηκε μόνο αφού αποκλείστηκαν οι άλλες εναλλακτικές κατά τη σύνταξη του Συντάγματος των ΗΠΑ.
Ο συμβιβασμός ήταν ένα διμερές Κογκρέσο, με τη Βουλή των Αντιπροσώπων να βασίζεται στον πληθυσμό και τη Γερουσία να παρέχει ίση εκπροσώπηση σε κάθε Πολιτεία. Οι Πολιτείες των σκλάβων κατευνάστηκαν περαιτέρω με τον συμβιβασμό, που πρόβλεπε τα τρία πέμπτα του πληθυσμού σκλάβων κάθε Πολιτείας να υπολογίζονται για τον συνολικό αριθμό των εκπροσώπων τους στο Κογκρέσο και τη δύναμή τους στο Εκλεκτορικό Κολέγιο. Αυτό καταργήθηκε το 1868.
Ενας άλλος λόγος που προτιμήθηκαν οι εκλέκτορες αντί του λαού ήταν ότι όντας «ευφυείς και μορφωμένοι αξιωματούχοι» θα μπορούσαν να επιλέξουν τον καλύτερο υποψήφιο αν το ευρύ κοινό είχε παραπλανηθεί από ύπουλους δημαγωγούς. Και δεδομένου ότι το Σύνταγμα ορίζει ρητά ότι οι εκλέκτορες δεν μπορούν να κατέχουν ομοσπονδιακό αξίωμα, εκτιμάται ότι δεν θα ήταν υπό την επιρροή κανενός.
Κάποτε οι εκλέκτορες μπορούσαν να ψηφίσουν ενάντια στη θέληση των κατοίκων της Πολιτείας τους, αλλά αυτό έχει αλλάξει. Τώρα δεσμεύονται να ψηφίσουν για τα κόμματά τους, και 33 Πολιτείες έχουν θεσπίσει νομοθετικές εγγυήσεις για αυτό. Ελάχιστοι εκλέκτορες «αλλαξοπίστησαν» και σχεδόν οι μισοί το έκαναν επειδή ο αρχικός υποψήφιος του κόμματος πέθανε πριν από τις εκλογές. Ωστόσο, το 2016 ήταν μια αξιοσημείωτη περίπτωση όπου 10 εκλέκτορες είτε επιχείρησαν είτε κατάφεραν να πάνε ενάντια στην επιλογή του κόμματός τους.
-Πώς κερδίζουν οι πρόεδροι την εκλεκτορική ψήφο;
Οι Πολιτείες με τις περισσότερες εκλεκτορικές ψήφους είναι η Καλιφόρνια, το Τέξας, η Φλόριντα, η Νέα Υόρκη, το Ιλινόις και η Πενσιλβάνια, που έχουν 54, 40, 30, 28, 19 και 19 αντίστοιχα. Για να κερδίσει, ένας πρόεδρος χρειάζεται τουλάχιστον 270 ψήφους. Κάποιες Πολιτείες έχουν πολύ σταθερά δημογραφικά στοιχεία και μόνιμη προτίμηση προς τους Ρεπουμπλικανούς ή τους Δημοκρατικούς. Η Καλιφόρνια και η Νέα Υόρκη, για παράδειγμα, ήταν από καιρό σταθερά δημοκρατικές Πολιτείες, ενώ το Τέξας και, τα τελευταία χρόνια, η Φλόριντα ήταν σταθερά προπύργια των Ρεπουμπλικανών. Γεωγραφικά, οι περισσότερες αγροτικές Πολιτείες και ο Νότος τείνουν να ψηφίζουν Ρεπουμπλικανούς, ενώ η Δυτική Ακτή, η Νέα Αγγλία και το Mid-Atlantic, τείνουν να ψηφίζουν Δημοκρατικούς. Αλλες περιοχές όπως οι Νοτιοδυτικές και οι Μεγάλες Λίμνες συχνά ταλαντεύονται. Οι μικρότερες Πολιτείες τείνουν να είναι το επίκεντρο μεγαλύτερης εκστρατείας, καθώς ακόμη και αυτές μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Ωστόσο, η μεγάλη εστίαση είναι στα swing states. Γνωστές και ως Πολιτείες πεδίου μάχης, θεωρητικά θα μπορούσαν να πάνε προς οποιαδήποτε κατεύθυνση. Η Τζόρτζια, το Μίσιγκαν, η Βόρεια Καρολίνα και η Πενσιλβάνια είναι αυτή τη στιγμή οι σημαντικότερες και μπορούν ρεαλιστικά να κρίνουν τις εκλογές. Ομως, στις τρέχουσες εκλογές, κρίσιμο ρόλο θα παίξουν το Μέιν και η Νεμπράσκα.
-Τι θα συμβεί αν κανείς δεν κερδίσει την πλειοψηφία στις προεδρικές εκλογές;
Υπήρξαν περιπτώσεις όπου κανένας υποψήφιος δεν πέτυχε την απαραίτητη πλειοψηφία στο Κολέγιο Εκλεκτόρων. Οταν συμβεί αυτό, η μοίρα των εκλογών είναι στα χέρια του Κογκρέσου, σε αυτό που είναι γνωστό ως «ενδεχόμενες εκλογές». Τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων αποφασίζουν ποιος από τους υποψηφίους πρέπει να γίνει πρόεδρος, ενώ η Γερουσία ψηφίζει τον αντιπρόεδρο.
Αυτό έχει συμβεί μόνο τρεις φορές στην Ιστορία των ΗΠΑ, η καθεμία με διαφορετικά αποτελέσματα. Το 1800, ο Tόμας Τζέφερσον και ο Ααρον Μπαρ ισοψήφισαν και νικητής αναδείχθηκε ο πρώτος.
Το 1824, οι εκλέκτορες μοιράστηκαν ανάμεσα στους Αντριου Τζάκσον, Τζον Κουίνσι Ανταμς, Ουίλιαμ Κρόφορντ και Χέρνι Κλέι, με τον Τζάκσον να έχει κερδίσει τη λαϊκή ψήφο. Ωστόσο, το Κογκρέσο ψήφισε υπέρ του Ανταμς, ο οποίος διόρισε αμέσως τον Κλέι, που ήταν πρόεδρος της Βουλής εκείνη την εποχή, ως υπουργό Εξωτερικών (σε αυτό που ο Τζάκσον και οι υποστηρικτές του ανέφεραν ως διεφθαρμένη συμφωνία).
Μια αμφισβητούμενη εκλογή που θα μπορούσε να γίνει «εκλογικά ενδεχόμενη» ήταν το 1876, όταν προέκυψαν πολλαπλές εκλογικές διαμάχες και νικητής αναδείχθηκε ύστερα από δικομματική συμφωνία του Κογκρέσου ο Ρεπουμπλικανός Ράδελφορντ Μπ. Χέις.
ΣΕ ΜΕΪΝ ΚΑΙ ΝΕΜΠΡΑΣΚΑ
Μία ψήφος μπορεί να κάνει τη διαφορά
Ενώ ούτε το Μέιν ούτε η Νεμπράσκα θεωρούνται swing states και οι δύο κατανέμουν τις εκλεκτορικές ψήφους διαφορετικά από την υπόλοιπη χώρα. Σε αντίθεση με τις άλλες Πολιτείες, όπου όλοι οι εκλέκτορες πηγαίνουν στον υποψήφιο που κέρδισε τη λαϊκή πλειοψηφία, το Μέιν και η Νεμπράσκα κατανέμουν τις εκλεκτορικές ψήφους με βάση τις περιφέρειες του Κογκρέσου.
Το Μέιν έχει τέσσερις εκλέκτορες συνολικά, πράγμα που σημαίνει ότι δύο εξ αυτών είναι προς «διεκδίκηση» με βάση την περιφέρεια του Κογκρέσου. Η Νεμπράσκα έχει πέντε, που σημαίνει ότι τρεις εκλογικές ψήφοι είναι προς διεκδίκηση. Και οι δύο Πολιτείες είχαν διχασμένα εκλογικά σώματα στο παρελθόν. Το 2008, μια περιφέρεια του Κογκρέσου στη Νεμπράσκα ψήφισε τον Μπαράκ Ομπάμα αντί για τον Ρεπουμπλικανό αείμνηστο γερουσιαστή Τζον Μακέιν, ο οποίος κέρδισε τις υπόλοιπες ψήφους της Πολιτείας. Το Μέιν χωρίστηκε το 2016, όταν ο Ντόναλντ Τραμπ κατάφερε να κερδίσει την εκλογική ψήφο σε μια από τις περιφέρειές του. Και οι δύο Πολιτείες είχαν επίσης χωριστές ψήφους το 2020, αν και ουσιαστικά ακύρωσαν η μία την άλλη εκείνη την εποχή. Είναι πιθανό η ψηφοφορία να χωριστεί ξανά. Ακόμη και μια αδέσποτη εκλογική ψήφος θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά.