Current track

Title

Artist

Background

Αρθρο Μητροπολίτη Μεσσηνία Χρυσοστόμου: Δικαιωματισμός καί ἀνθρώπινα δικαιώματα στό πλαίσιο τῆς Πατερικῆς ἀνθρωπολογίας

Written by on November 29, 2024

Ὑπ’ αὐτήν τήν προοπτική ἡ ἔννοια τοῦ δικαιώματος κατανοεῖται μέ τρόπο ὑπερβολικό καί καταχρηστικό· χάνεται ὁ ἐντοπισμός τοῦ δικαιώματος σέ σχέση πρός τόν ἄνθρωπο.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιᾶς τέτοιας λανθασμένης κατανόη-σης τοῦ δικαιώματος ὡς ἀτομικοῦ ἀποτελεῖ ἡ γέννηση ἑνός παιδιοῦ, ἕνα γεγονός τό ὁποῖο στήν προοπτική τοῦ δικαιωματισμοῦ καθίσταται ὡς γεγονός ἱκανοποίησης καί ἐπιθυμίας καί δέν προσλαμβάνεται ὡς τό ἀποτέλεσμα μιᾶς διανθρώπινης καί διαπροσωπικῆς σχέσης κοινωνίας καί ζωῆς. Ἀνάλογα κατανοεῖται και ἡ ἄμβλωση, ὡς ἱκανοποίηση ἑνός δικαιώματος  ἀποκλειστικά τῆς γυναίκας καί εἶναι διάφορο ἀπό την ἔννοια τῆς μητρότητας ὡς σχέσης.

Ἔτσι τό ἀνθρώπινο δικαίωμα στήν προοπτική τοῦ δικαιωματισμοῦ ἀλλοτριώνεται καθώς κινεῖται ἀπό τήν ἐπιθυμία καί ὠθεῖται ἀπό τόν ἀτομισμό, στοιχεῖα τά ὁποῖα τό προβάλλουν ὡς μία ἀσύδοτη ἔκφραση ὁλοκληρωτισμοῦ.

Στήν ἰχνηλάτηση λοιπόν τῆς σχέσης ἀνθρώπινου δικαιώματος καί δικαιωματισμοῦ, ὑπό τήν ἀνθρωπολογική προσέγγισή της, ἐπανέρχεται καί τό ἐρώτημα περί τῆς ταυτότητας τοῦ ανθρώπου.

Ὁ Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος στό ἐρώτημα τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος ἀπαντᾶ, ὅτι «ὅ γε ἑαυτῷ ζῶν μόνῳ καί πάντων ὑπερορῶν περιττός ἐστι, καί οὐδέ ἄνθρωπος, οὐδέ τοῦ γένους τοῦ ἡμετέρου», ἀπορρίπτοντας τήν ἀτομικιστική θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου, με τήν ὁποία προσδιορίζεται ὁ ἄνθρωπος ὡς τόν «ἑαυτοῦ ἕνεκα καί μή ἄλλον ὄντα». Ὁ παραπάνω πατερικός ὁρισμός ἐπιβεβαιώνει ἐπίσης ὅτι τό δικαίωμα τοῦ κάθε ἀνθρώπου γεννιέται καί λειτουργεῖ ὅταν ὁ ἂνθρωπος ἀνήκει καί ζῆ κοινοτικά. Τά δικαιώματα ὑπάρχουν γιά νά ὁριοθετοῦν σχέσεις· δέν ὑψώνουν τείχη καί προσκόμματα μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Τά δικαιώματα δέν πρέπει νά παράγουν ἀπομονωτισμό, ἡ κοινωνία δέν συντίθεται ἀπό ἀλληλοσυγκρουόμενες ἀτομικότητες, γιατί  εὐδοκιμεῖ ἑδραζόμενη στήν καθολική καί συλλογική της συνείδηση καί στήν περιεχομένη ἀξία ἑνός «κοινοῦ βίου». Κατά συνέπεια, ὁ πραγματικός ἀγωνιστής τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων ὑπερασπίζεται ἀνιδιοτελῶς τά δικαιώματα τῶν ἄλλων ἐντός τῆς κοινότητας καί ὄχι ἰδιοτελῶς, ἀποκλειστικά καί ἀπόλυτα τά δικά του ἀτομικά δικαιώματα. Αὐτό τονίζει ὁ ψαλμικός ὕμνος: «δίδαξόν με τά δικαιώματά Σου» δηλαδή τά δικαιώματα τοῦ ἄλλου καί ὄχι τά δικαιώματα τοῦ ἑαυτοῦ μου.

Στήν πατερική σκέψη τό περί ἀνθρώπου ἐρώτημα σχετίζεται ἄμεσα μέ τήν ἔννοια τῆς κοινωνίας, ὡς μία συνεχή σχέση πρός κάθε τι τό ὁποῖο εἶναι ἐκτός τοῦ ἑαυτοῦ του, γι’ αὐτό καί ὁ ἄνθρωπος κατά τούς Εἰρηναῖο Λυῶνος καί Μάξιμο τόν Ὁμολογητή προσδιορίζεται καί ἀπό τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τό περιβάλλον καί τούς συνανθρώπους του.

Εἶναι σημαντικό ὅτι αὐτήν τήν πατερική ἀναφορά ἐπιβεβαιώνουν καί οἱ σύγχρονες ἐπιστημονικές θεωρίες τῆς φυσικῆς καί τῆς κοσμο-λογίας, κυρίως μέ τή λεγόμενη «κοσμολογική ἀνθρωπική ἀρχή» (cosmo-logic anthropic principle), σύμφωνα μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος δέν προσδιορίζεται μόνος ἀλλά σέ σχέση πρός τόν κόσμο, ὅπως καί ὁ κόσμος πρός τόν ἄνθρωπο. Ἐπίσης δέν κατανοεῖται ἀποκλειστικά μόνος ἀλλά μόνον ὅταν βρίσκεται σέ σχέση ἀνάπτυξης καί δημιουργίας πρός τό περιβάλλον του .

Ἡ προσέγγιση αὐτή ἑρμηνευτικά ἀναλύεται ἤδη ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, στό ἔργο του «Εἰς τήν Ἑξαήμερον», ὅπως καί ἀπό τόν Γρηγόριο Νύσσης, στό «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου», ὅπου ἡ βιβλική ἀφετηρία τους εἶναι τά χωρία: «καί εἶπεν ὁ Θεός· ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν, καί ἀρχέτωσαν τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καί τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καί τῶν κτηνῶν καί πάσης τῆς γῆς καί πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπί γῆς. καί ἐποίησεν ὁ Θεὸς τόν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ ἐποίησεν αὐτόν, ἄρσεν καί θῆλυ ἐποίησεν αὐτούς. καί εὐλόγησεν αὐτούς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καί πληθύνεσθε καί πληρώσατε τήν γῆν…» (Γεν. Α΄, 26-28) καί «ἔλαβε Κύριος ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, ὅν ἔπλασε, καί ἔθετο αὐτόν ἐν τῷ παραδείσῳ τῆς τρυφῆς, ἐργάζεσθαι αὐτόν καί φυλάσσειν» (Β΄, 15).

Ἡ σχέση αὐτή χαρακτηρίζεται καί ὡς μία συνεχής κίνηση στήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος «καί ἦρκται καί οὐ παύσεται» (Γρηγορίου Θεολόγου, Θεολογική Γ΄, Λόγος 39, Περί Υἱοῦ).

Αὐτή λοιπόν ἡ συνεχής σχεσιακή κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου, ὡς τό οὐσιῶδες χαρακτηριστικό τῆς ὕπαρξης καί τῆς ζωῆς του καί ὡς ἕνα συνεχές γεγονός κοινωνίας, παρέχει τή δυνατότητα στόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει, ὅτι δέν ὑφίσταται ὡς κάτι τό μεμονωμένο καί ἀτομικό ἀλλά ὡς κάτι τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τό sine qua non μιᾶς σχέσης κοινωνίας καί ὕπαρξης.

Ἀπό ὅλα τά παραπάνω ἀποδεικνύεται ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἄν καί δέν μίλησαν ἄμεσα γιά τήν ἔννοια τοῦ δικαιώματος, ἐντούτοις περιέγραψαν τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο τό δικαίωμα μπορεῖ νά βρεῖ τήν ἐκπλήρωσή του στό περί τοῦ ἀνθρώπου ἐρώτημα, προσεγγίζοντάς το ὑπό τήν προοπτική τοῦ γεγονότος τῆς σχέσης ὡς ὓπαρξης καί κοινωνίας.

Συγκεκριμένα ἡ σχέση κοινωνίας τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου μέ τόν Θεό, τό περιβάλλον του καί τόν συνάνθρωπο, ἀποδεικνύει, ὅτι ἡ ὁποιαδήποτε ἐκδοχή δικαιώματος στήν προοπτική μιᾶς ἀποκλειστικά ἀτομοκεντρικῆς χρησιμοθηρίας ἀποτελεῖ τήν ἀλλοτρίωση τῆς πραγματι-κῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου. Σ’ αὐτήν τήν σχέση κοινωνίας ἀκόμη καί ἡ ἐλευθερία ὡς κατεξοχήν ἀνθρώπινο δικαίωμα δέν ἐμπεδώνεται ὡς διεκδίκηση ἀλλ’ ὡς κατόρθωμα μέσα ἀπό ἕνα πλέγμα σχέσεων, ὅπου ἐπιτυγχάνεται μία συνεχής αὐθυπέρβαση ὡς μία συνεχής κίνηση πρός τόν «ἄλλον».

Ἡ παροῦσα ἀνθρωπολογική προοπτική συνεπάγεται ὅτι:

   α) Τό δικαίωμα χωρίς ἀναφορά στον συνάνθρωπο, τόν «ἄλλον», εἶναι ἰδεολόγημα καί λειτουργεῖ καταστροφικά γιά τήν ἴδια τήν κοινωνία.

β) Ἡ ἐλευθερία χωρίς ἀναφορά στόν «ἄλλον» μπορεῖ νά καταστεῖ ἀσυδοσία (πρβλ. Ρωμ. 15, 1-2) «Ὀφείλομεν δέ ἡμεῖς οἱ δυνατοί τά ἀσθενήματα τῶν ἀδυνάτων βαστάζειν, καί μή ἑαυτοῖς ἀρέσκειν, ἕκαστος ἡμῶν τῷ πλησίον ἀρεσκέτω εἰς τό ἀγαθὸν πρός οἰκοδομήν», γιατί στούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ ἐλευθερία κατανοεῖται ὡς ἐπιβεβαίωση καί ἀποδοχή τοῦ «κατορθώματος» ὡς «δικαιώματος», μέσα ἀπό τό ὁποῖο ἐκφράζεται ὁ σεβασμός καί ἡ ἀποδοχή τοῦ συνανθρώπου καί ὄχι ἡ διαδικασία ἱκανοποίησης ἀποκλειστικά καί χρηστικά μόνο τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων. Μέ τόν τρόπο αὐτό ἡ ἐλευθερία διαμορφώνει σχέση κοινωνίας καί δέν ὁδηγεῖ οὔτε στόν ἀτομισμό οὔτε στόν ἀπομονωτισμό οὔτε στόν αὐτοπροσδιορισμό, ἀφοῦ τό δικαίωμα, ὅταν λειτουργεῖ στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτοτέλειας ἐκφράζει καί τήν «ἐξουσία τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ».

Ὑπάρχει λοιπόν ἀτομικό δικαίωμα, σύμφωνα μέ ὅσα οἱ Πατέρες ἀνέφεραν γιά τόν ἄνθρωπο καί τή ζωή;

Ἡ ἀρνητική ἀπάντηση δέν εἶναι καί τόσο αὐτονόητα ἀποδεκτή ἀλλά καί ἡ κατάφαση δέν μπορεῖ νά ἀμφισβητηθεῖ ἤ νά ὑπερβαθεῖ.

Ὁποιαδήποτε κοινωνική ἀντίληψη ἀνθρωπίνου δικαιώματος, ὡς ἀτομικοῦ δικαιώματος, ἀποκλειστικά καί μόνο, ἀποτελεῖ κατ’ οὐσίαν θωράκιση τῶν ἐνστικτωδῶν ἀπαιτήσεων μιᾶς ἀτομικῆς κατασφάλισης, ἐπιθυμίας τῆς ἡδονῆς ἤ διεκδίκησης ἔναντι τῆς ὁποιασδήποτε συλλογι-κῆς συμβίωσης καί συνύπαρξης ἀπό τήν ὁποία πιστεύεται, ὅτι κινδυνεύει ὁ βίος τοῦ κάθε ἀτόμου καί οἱ ὠφελιμιστικές διεκδικήσεις του, ἐνῶ ἡ κοινωνία ἐμφανίζεται ἁπλά ὡς ἕνα ἐξωτερικό πλαίσιο ἱκανοποίησης τοῦ κάθε ἀτόμου. Μέ αὐτό ἀκριβῶς τό περιεχόμενο μαρτυροῦνται στό πρῶτο ἄρθρο τῆς Οἰκουμενικῆς Διακηρύξεως οἱ ὅροι «ἀτομικά δικαιώματα» καί «ἀτομικές ἐλευθερίες» καί μέ τό ἴδιο περιεχόμενο εἰσέρχονται καί στή σύγχρονη νομική ὁρολογία καί ἐπιστήμη, γι’ αὐτό καί δημιουργοῦν ἀρκετά προβλήματα κυρίως ὡς πρός τήν ἐφαρμογή τους.

Ὑπ’ αὐτήν τήν προβληματική πρέπει νά κατανοηθεῖ καί νά ἀξιολογηθεῖ καί ἡ ὁποιαδήποτε ἀντίδραση τῆς Ἐκκλησίας, γιά κάθε κρατικό νομοθέτημα, μέ τό ὁποῖο ἐξυπηρετεῖται ἡ ἱκανοποίηση τῆς κάθε μορφῆς ἀτομικῆς «ἐπιθυμίας», ἡ ὁποία ἐνεργεῖ ἐρήμην τοῦ «κοινοῦ βίου» καί πρός ἱκανοποίηση τοῦ συμφέροντος καί τοῦ ἀτομισμοῦ καθενός δικαιωματιστῆ. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται σήμερα ἐπειδή, ἐν ὀνόματι ἑνός «δικαιοδοτισμοῦ» ἢ «δικαιωματισμοῦ», καταλύονται οἱ ὑπαρξιακές καί διαπροσωπικές σχέσεις, μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, καί τό κάθε δικαίωμα ἐκφράζει μία μορφή «ἐξουσίας αὐτοκαθορισμοῦ» καί ὄχι ἑτεροπροσδιορι-σμοῦ. Κατά τοῦτο ἡ ἐκδοχή τοῦ δικαιώματος, στήν ἀποκλειστική προοπτική τῆς ἀτομοκεντρικῆς χρησιμοθηρίας του, ἐπιβάλλει τήν ἀλλοτρίωση τῶν σχέσεων κοινωνίας καί ἄρα τῆς ἑτερότητας καί θεωρεῖ τό κοινωνικό γεγονός χωρίς ἀνθρωπολογικό περιεχόμενο καί νόημα.

Τελικά ἀποδεικνύεται ὃτι τό δικαίωμα πρέπει νά ὑπηρετεῖ τή διάκριση καί ὄχι τή διαίρεση καί νά συμβάλλει στήν ἑνότητα καί ὄχι στή διάσπαση.

Πῶς κατανοεῖται ὅμως τό δικαίωμα σέ σχέση πρός τήν ἐλευθερία; Ἡ ἀπάντηση προϋποθέτει δύο ἀξιωματικές ἀρχές.

           α) Ἡ ἐλευθερία δέν περιορίζεται στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτοτέλειας ἀλλά ἀνοίγεται καί προσφέρεται πρός τόν «ἄλλον», καί

          β) Τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας δέν ἐξαντλεῖται στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτάρκειας.

Τί συνιστοῦν ὅμως οἱ δύο αὐτές ἀξιωματικές ἀρχές ὡς πρός τό δικαίωμα καί τή λειτουργικότητά του; Τή βεβαιότητα, ὅτι ἡ ὕψιστη ἔκφραση τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἐπιτυγχάνεται, μόνον ὅταν ὁ ἄνθρωπος θυσιάζει ἐλεύθερα ἀκόμη καί τά ἀτομικά του δικαιώματα ἔχοντας ὡς κίνητρο τήν ἐμπέδωση τῆς κοινωνίας καί ὄχι τή χρησιμοθηρική αὐτοϊκανοποίησή του. Ὅταν, δηλαδή, τό δέον περί τοῦ ἀνθρώπου ὑπερβαίνει σέ δύναμη τόν ἁπλό ὁρίζοντα τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων καί τῶν ἀτομικῶν ἐλευθεριῶν. Ὃταν τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἀξιολογεῖται σέ ἕνα ἄλλο ἐπίπεδο, δηλαδή στό ἐπίπεδο ζωῆς, καί ἡ ἀτομική ἐλευθερία καθίσταται προσωπική ἐλευθερία. Τό δικαίωμα λοιπόν, πρέπει νά ἐκφράζει τήν ἀποδοχή πρός τήν ἑτερότητα καί αὐτό ἐπιτυγχάνεται ὅταν ἡ αὐτοδιάθεση τοῦ ὑποκειμένου πραγματώνεται καί φανερώνεται μέσα ἀπό ἐνεργήματα ἀποκλειστικά καί μόνο σχέσης. Τότε μόνο τά ἀνθρώπινα δικαιώματα σχετίζονται πραγματικά καί οὐσιαστικά καί μέ τό ἀγαθό τῆς ἐλευθερίας.

Παραμένει ὅμως τό ἐπίκαιρο ἐρώτημα ὡς πρός τήν ἔννοια τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων καί τοῦ δικαιώματος τῆς ἐλευθερίας, ὡς πρός τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο μποροῦν νά ὁριοθετηθοῦν τά δικαιώματα τῶν «ἄλλων», ὅταν μάλιστα αὐτά τά δικαιώματα θεωροῦνται ὡς δικαιώματα αὐτοκαθορισμοῦ καί ὄχι ἑτεροκαθορισμοῦ (π.χ. καύση τῶν νεκρῶν, εὐθανασία, δωρεά ὀργάνων, αὐτοκτονία, ἐκτρώσεις), θέματα ἐπίκαιρα, τά ὁποῖα ἐπίσης ἀγγίζουν τά ὅρια τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου καί τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης καί ζωῆς.

Ἐπ’ αὐτοῦ θεωρῶ, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί θεολογία, χωρίς νά ὑποτιμᾶ τή νομική σημασία καί κοινωνική διάσταση τῆς ὅλης προβληματικῆς περί τῆς ἔννοιας τοῦ δικαιώματος, θά πρέπει νά ἐμπνεύσει τόν νομικό κόσμο στοχεύοντας στήν ἀντικατάσταση τῆς ἀτομοκρατικῆς θεώρησης τοῦ ἀνθρώπου ἀπό μία γνήσια προσωποκεντρική προσέγγιση, συμβάλλοντας μέ τόν τρόπο αὐτό στήν ἀνάπτυξη ἑνός «νέου νομικοῦ πολιτισμοῦ», ὁ ὁποῖος θά σέβεται τό ἀνθρώπινο πρόσωπο, τό ὁποῖο πρέπει νά διασώσει, καί τό δικαίωμα τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ὡς δικαίωμα τό ὁποῖο ἀπορρέει ἀπό μία σχέση. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνον ὅταν ἡ ἀνθρωπολογική καταξίωση τοῦ δικαιώματος ἀποτελεῖ προτεραιότητα ζωῆς καί ἐλευθερία ἱεράρχησης τῶν ἀναγκῶν τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς καί τῆς ὕπαρξης μας.

Τό δεύτερο στοιχεῖο τοῦ δικαιωματισμοῦ, ὅπως ἀνέφερα στήν ἀρχή τῆς εἰσήγησής μου, εἶναι ἡ ταύτιση τοῦ δικαιώματος μέ τήν ἐπιθυμία, δηλαδή μέ τόν τρόπο χρήσης τῆς ἐλευθερίας καί τῆς βούλησης, στοιχεῖο διακριτικό τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποῖο τόν διαφοροποιεῖ ἀπό τό ζῶο. Στό ζῶο ἡ ἐπιθυμία καθορίζεται ἀπό τό ἔνστικτο. Στόν ἄνθρωπο ἡ ἐπιθυμία προσδιορίζεται ἀπό τή χρήση τῆς ἐλευθερίας, γι’ αὐτό καί ἡ ἐλευθερία ἀποτελεῖ καθοριστικό στοιχεῖο τῆς ἀνθρώπινης φύσης καί τῆς ταυτότητας τοῦ ἀνθρώπου. «Κανένα ζῶο δεν μπορεῖ νά ἀντισταθεῖ στήν ἒμφυτη λογικότητα τῆς φύσης του. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά τό κάνει γιατί τό ἰδιάζον χαρακτηριστικό του εἶναι ἡ ἐλευθερία» (Ἰωάννου Ζηζιούλα (Μητροπολίτου Γέροντα Περγάμου), Ἡ Κτίση ὡς Εὐχαριστία).

Χαρακτηριστική, τέλος, εἶναι ἡ καταχρηστική ἄσκηση τοῦ δικαιώματος σέ σχέση πρός τήν ἔννοια τῆς ἀτομικῆς ἐπιθυμίας. Νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση δίνεται ἀπό τήν συνταγματική κατοχύρωση λειτουργίας τῶν δικαιωμάτων. Ὃσα συνταγματικά ἀναφέρονται ὡς ρυθμιστικά, ὑποδεικνύουν τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὡς βάση ἀποδοχῆς καί ἀναγνώρισης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων: «ἕκαστος δικαιοῦται νά ἀναπτύσσει ἐλευθέρως τήν προσωπικότητά του καί νά συμμετάσχει εἰς τήν κοινωνικήν, οἰκονομικήν καί πολιτικήν ζωήν τῆς χώρας, ἐφ’ ὅσον δέν προσβάλλει τά δικαιώματα τῶν ἄλλων…» (Ελληνικό Σύνταγμα 5,1), ἐπιβεβαιώνοντας τελικά ὅτι τό κριτήριο ἄσκησης τοῦ δικαιώματος εἶναι ὁ σεβασμός στό δικαίωμα τοῦ «ἄλλου» καί ὄχι ἁπλᾶ τῆς ἀτομικῆς κατανόησης του.

Ἡ ἐλευθερία, λοιπόν, ὡς ἄσκηση τοῦ δικαιώματος δέν περιορίζεται στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτοτέλειας ἀλλά καταξιώνεται ὅταν λειτουργεῖ ὡς βούληση ἀνοίγματος καί προσφορᾶς πρός τόν «ἄλλον» ἀλλά καί τό δικαίωμα τῆς ἐλευθερίας ἐπίσης δέν ἐξαντλεῖται στά ὅρια τῆς ἀτομικῆς αὐτάρκειας ἤ τοῦ αὐτοκαθορισμοῦ.

Κάθε λοιπόν ἔννοια ἂκρατου δικαιωματισμοῦ δέν μπορεῖ νά κατανοεῖται ἢ νά προσεγγίζεται ὡς ἐφαρμογή τοῦ ἀνθρωπίνου δικαιώματος πρός ἱκανοποίηση τοῦ ἀτομισμοῦ, τοῦ συμφέροντος καί τῆς ἐπιθυμίας. Ἐπιπλέον ἡ ὁποιαδήποτε αὐτονομημένη θεώρηση τοῦ ἀνθρώπινου δικαιώματος, ἀποκλειστικά καί συλλήβδην ὡς  ἀτομικοῦ, συνεπάγεται τόσο τήν ὑποβάθμιση τῆς λειτουργικῆς του ἀξίας ὅσο καί τήν συρρίκνωση τῆς κοινωνικῆς του ἀποδοχῆς καί ἀναφορικότητας.