Current track

Title

Artist

Background

«Η αρχόντισσα του Ακρωτηρίου» της Ζοέλ Λοπινό, εκδόσεις Μίνωας (προδημοσίευση) – Ελεύθερος Τύπος

Written by on September 17, 2024

                                                                                             Χανιά 1909

Γράφει η Γιούλη Τσακάλου

Οι καμαρότοι περνούσαν και ξαναπερνούσαν από τους διαδρόμους ενημερώνοντας τους επιβάτες πως το καράβι θα έδενε σύντομα στο λιμάνι των Χανίων. Η Κατρίν σηκώθηκε από την κουκέτα της, όπου είχε περάσει σχεδόν όλο το ταξίδι κλαίγοντας και στενάζοντας, καθώς είχε υποχρεωθεί να εγκαταλείψει για πάντα τη «βασίλισσα της Μεσογείου», την κοσμοπολίτικη Αλεξάνδρεια. Και τι δεν είχε αφήσει πίσω της, η δύστυχη!

Σε όλο το ταξίδι, αναλογιζόταν με συγκίνηση και τεράστια ευγνωμοσύνη, τα χαρισάμενα χρόνια που είχε ζήσει κοντά στην οικογένεια Φωκά. Παρότι κατείχαν μια ζηλευτή θέση στην αλεξανδρινή υψηλή κοινωνία, οι Φωκάδες την είχαν πραγματικά αγκαλιάσει και φροντίσει σαν να ήταν μία από αυτούς. Μικρή κοπέλα την είχαν παραλάβει, εντούτοις τη δέχτηκαν με σεβασμό κι αγάπη. Μιλούσε απταίστως τα γαλλικά κι είχε άψογους τρόπους, αλλά δεν είχε πάει σχολείο και δεν μπορούσε ούτε να γράψει ούτε να διαβάσει. Ωστόσο, είχαν αξιολογήσει σωστά τις αρετές της όσο και τις πολλαπλές της ικανότητες και της ανέθεσαν σιγά σιγά, με απόλυτη εμπιστοσύνη, ολόκληρο το σπιτικό τους, μαζί με τον έλεγχο του προσωπικού. Αμέτρητες οι δεξιώσεις που διοργάνωσε κι επέβλεψε, οι λαμπρές γιορτές και οι ποιητικές βραδιές στις οποίες έδινε το «παρών» η αφρόκρεμα της αλεξανδρινής κοινωνίας. Θυμόταν τώρα τη ζάλη της μουσικής και των χορών στα τεράστια σαλόνια, όπου έρεαν οι γαλλικές σαμπάνιες, το κονιάκ και τα καλά κρασιά στα κρυστάλλι- να ποτήρια, ενώ τα γάργαρα γέλια των κοπελιών όσο και τα αρώματά τους ζάλιζαν τους νεαρούς άντρες. Τι μεθυστικές αναμνήσεις!

Κάποια στιγμή έφερε στο μυαλό της όλες τις φίλες και τους φίλους χρόνων. Τη Γαλλίδα δασκάλα, τη μαγείρισσα, τον αμαξά και κάποιους Έλληνες καταστηματάρχες. Στην ξενιτιά, οι φίλοι δένονται τόσο πολύ μεταξύ τους που γίνονται δεύτερη οικογένεια. Σ’ αυτούς εμπιστεύεσαι τον πόνο σου και μ’ αυτούς μοιράζεσαι τη χαρά σου. Ο καθένας τους είχε αποθέσει μια όμορφη παρακαταθήκη συναισθημάτων μέσα της και θα της έλειπαν.

Έπειτα, την κατέκλυσαν εικόνες από την πολυτελέστατη έπαυλη όπου είχε μείνει και εργαστεί μια εικοσαετία: οι μαγικοί ευωδιαστοί κήποι τα σκαλιστά έπιπλα από κέδρο και τα σπάνια πολυτελή υφάσματα, τα ακριβά έργα τέχνης… και… και…

Πώς θα συμβιβαζόταν τώρα με τη νέα της ζωή σ’ ένα απομακρυσμένο και πάμφτωχο χωριό! Χωρίς ανέσεις, χωρίς καν τα στοιχειώδη.

Κυρίως, όμως, πώς θα ζούσε μακριά από τον έρωτα της ζωής της; Αναστέναξε κι ένας λυγμός τράνταξε τα στήθη της. Ο πόνος της, βαρύς κι ασήκωτος. Πλατωνικός ήταν ο έρωτας, αλλά μοναδικός κι αναντικατάστατος θησαυρός στην καρδιά της. Στη σκέψη αυτή, τα δάκρυα έπνιξαν τα έντονα μαύρα μάτια της.

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κατάπιε μονομιάς την αλμυρή θλίψη της. Ήταν παντελώς μάταιο να αντιστέκεσαι στη μοίρα, το γνώριζε καλά αυτό. Ο μεγάλος αδερφός της, αρχηγός της οικογένειας αφότου πέθανε ο πατέρας τους, είχε κάθε δικαίωμα να διατάξει την επιστροφή της στην Κρήτη. Και πάλι καλά που δεν το είχε ζητήσει νωρίτερα! Εκείνη τώρα δεν είχε παρά να σκύψει πειθήνια το κεφάλι, μόλο που διόλου δεν ταίριαζε στον χαρακτήρα της να υποτάσσεται σε αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλον. Από μικρό παιδί είχε μάθει να παίρνει ολομόναχη τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής της.

«Είναι το πεπρωμένο των γυναικών τρισάθλιο. Μας θέλουν υποταγμένες και υπάκουες» γρύλισε μέσα της. «Μα δεν με ξέρει καλά εμένα ο αδερφός μου! Δεν πρόκειται να με κάνει ό,τι θέλει!»

Ένιωθε μια τιτάνια δύναμη να χοχλάζει μέσα της, μια ακαταμάχητη θέληση να την ωθεί μπροστά, σαν ατμομηχανή, μια αντρική, θαρρείς, πυγμή, αποφασιστική, έτοιμη να λιώσει το σίδηρο!

Έσφιξε τις γροθιές της κι από την οργή της έχωσε τα νύχια της βαθιά στη σάρκα της παλάμης της. Βουβή η κραυγή της αγανάκτησής της.

Γυναίκες από τη στόφα της δεν τις δάμαζαν εύκολα. Ήταν γεννημένες με ελεύθερο και ατίθασο πνεύμα. Άλλωστε, η Κατρίν είχε μάθει από τα μικράτα της να οδηγεί τη ζωή της στους δρόμους που ήθελε εκείνη. Και τώρα θα τη διέταζε ο αδερφός της ποιον θα παντρευόταν; Θα την έδινε σε κάποιον λες και ήτανε φοράδα; Και θα’πρεπε αποδώ και στο εξής να έχει έναν αφέντη πάνω από το κεφάλι της να της κάνει κουμάντο;

«Ε όχι δα! Θα πάρω όποιον αποφασίσω εγώ! Κι ας λογαριάζομαι μεγάλη πλέον!» αποφάσισε με πείσμα.

Ο θυμός τη χαλύβδωσε κι άξαφνα ανασυγκροτήθηκε. Κατείχε και δεύτερη δύναμη, πλην της ψυχικής. Έφερνε μαζί της χρήματα, αρκετά χρήματα, που θα της επέτρεπαν να μην καταντήσει υποχείριο κανενός…

Βάλθηκε να ετοιμαστεί. Ήθελε να τραβήξει τα μάτια ολωνών στο χωριό πάνω της από την πρώτη στιγμή. Να σαστίσουν με την αρχοντιά της, να νιώσουν την ανωτερότητά της. Να σκεφτούν καλά καλά πριν πάρουν αποφάσεις που την αφορούσαν!

Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της καμπίνας κι έφριξε. Έμοιαζε με σκιάχτρο. Η ναυτία όσο και η θλίψη σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού την είχαν κάνει κομμάτια κι είχαν αφήσει εμφανή σημάδια στην όψη της. Δυο μαύροι κύκλοι έτρωγαν το πελιδνό και αδυνατισμένο πρόσωπό της. Έβαλε αμέσως κομπρέσες με νερό αζουριάς πάνω στα μάτια της, όπως έκαναν οι δεσποινίδες Φωκά μετά τα ξενύχτια. Ήταν θαυματουργό: εξαφάνιζε μεμιάς τα άχαρα σημάδια της αϋπνίας και της κούρασης. Στη συνέχεια, φρέσκαρε το πρόσωπό της με άφθονο ροδόνερο και τσίμπησε τα μάγουλά της δυο τρεις φορές για να τους δώσει λίγο χρώμα. Έπειτα, χτένισε τα εβένινα μακριά μαλλιά της και τα στερέωσε στο κεφάλι της με τα κομψά χτενάκια από ελεφαντόδοντο που η κυρά της της είχε κάνει δώρο τα προηγούμενα Χριστούγεννα. Όταν έμεινε ευχαριστημένη από το αποτέλεσμα, έβγαλε ένα ασημένιο κουτάκι από το τσαντάκι της και πουδραρίστηκε προσεχτικά. Το δέρμα της ήταν αρυτίδιαστο. Η αλήθεια ήταν πως καμιά φθορά δεν πρόδιδε την ηλικία της, ακόμα και ταλαιπωρημένη που ήταν τώρα. Λες και είχε μπει στην τέταρτη δεκαετία της ζωής της πατώντας στις μύτες των ποδιών της.

Ύστερα, έβαλε τα στενά καστόρινα μποτίνια της. Ήταν πλέον έτοιμη να φορέσει το γαλάζιο φόρεμά της από οργαντίνα. Αυτό το αριστούργημα τόνιζε τη λυγερή της μέση. Μόνη της το είχε ράψει, και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία. Είχε προσθέσει, όπως όριζε η μόδα της εποχής, μια κατάλευκη δαντέλα που ανέβαινε ψηλά στον λαιμό και το αγκάλιαζε με μοναδική κομψότητα.

Καθώς η ώρα περνούσε, άρπαξε το μεγάλο καπέλο της, εντυπωσιακό χάρη στον φιόγκο από γαλάζια μουσελίνα και τα πολύχρωμα υφασμάτινα λουλούδια που το στόλιζαν. Το στερέωσε στο κεφάλι της με μια όμορφη καρφίτσα, φόρεσε τα άσπρα γάντια της, άρπαξε το τσαντάκι και το ομπρελίνο της, όλα σε πλήρη αρμονία με το ρούχο της.

Έριξε μια τελευταία ματιά στον μεγάλο καθρέφτη της καμπίνας κι έμεινε απόλυτα ευχαριστημένη από την εικόνα που αντίκρισε. Ήταν σωστή κυρία! Κομψή, αριστοκρατική, με περήφανη κορμοστασιά. Χρόνια είχε μελετήσει την κάθε λεπτομέρεια που κάνει μια γυναίκα κυρία με Κ κεφαλαίο. Ο τρόπος που μιλά, που τρώει –μικρές μπουκιές και με το στόμα πάντα κλειστό–, που σκουπίζει διακριτικά την άκρη των χειλιών της, που πίνει τον καφέ της, ανασηκώνοντας το μικρό της δαχτυλάκι, που περπατά με χάρη… Ήταν τυχερή που την αξίωσε ο Θεός να ζήσει από μικρή πρώτα κοντά στον Γάλλο πρόξενο κι έπειτα στην οικογένεια Φωκά. Μεγάλο σχολείο η ζωή κοντά τους.

Έκανε να ξεκινήσει, αλλά ανασήκωσε τους ώμους της κάπως εκνευρισμένη. Τι έμπαινε σε τόσο κόπο! Για να εντυπωσιάσει τους χωριάτες; Σε μια τρύπα χαμένη στο βάθος του Ακρωτηρίου πήγαινε! Σιγά μην ήξεραν εκεί από κομψότητα και καλούς τρόπους! Ανατρίχιασε στη σκέψη του τι την περίμενε στο Χορδάκι. Παρότι είχε τριάντα χρόνια να πατήσει το πόδι της εκεί, μπορούσε να φανταστεί πώς θα ήταν η ζωή της σ’ ένα τέτοιο απομακρυσμένο μέρος.

Κρατώντας το γαλάζιο ομπρελίνο της ανοιχτό, ώστε το κατάλευκο δέρμα της να προστατεύεται από τον ήλιο, η Κατρίν κοντοστάθηκε για λίγο στην κουπαστή του πλοίου που πλησίαζε σιγά σιγά στο λιμάνι των Χανίων. Σαν να βιαζόταν να αγκαλιάσει την ξενιτεμένη της θυγατέρα, η Μεγαλόνησος έδινε την εντύπωση ότι η ίδια σίμωνε σ’ εκείνη. Το πλοίο κινήθηκε κατά μήκος του λιμενοβραχίονα, που τον κοσμούσε ένας αιγυπτιακός φάρος. Ο φάρος αυτός ορθωνόταν με καμάρι πάνω στη χτιστή τραπεζοειδή βάση του, ανακοινώνοντας στους ταξιδιώτες πως το ταξίδι τους, αισίως, είχε φτάσει στο τέλος του. Την εξέπληξε η αρχιτεκτονική του. Περισσότερο με μιναρέ έμοιαζε παρά με φάρο. Η Αίγυπτος, μάλλον, της έκλεινε και πάλι το μάτι.

Αρκετά πλεούμενα, ιστιοφόρα τα περισσότερα, βρίσκονταν αρόδο, άλλα πιο μεγάλου μεγέθους είχαν αράξει πριν από τον φάρο, ενώ κάποια πολύ πιο μικρά φώλιαζαν μέσα στην αγκαλιά του λιμανιού. Το καράβι ελίχθηκε ανάμεσά τους πριν αγκυροβολήσει με τη σειρά του.

Τότε πρόβαλαν μπροστά στα μάτια της τόσες ομορφιές μαζεμένες που η Κατρίν έμεινε άναυδη. Ο προμαχώνας του Αγίου Νικολάου και το Φρούριο του Φιρκά, τα τείχη στο χρώμα της άμμου που έκλειναν προστατευτικά την πόλη στον κόρφο τους, όλα μαρτυρούσαν έναν τόπο που οι εχθροί είχαν επιδιώξει να κατακτήσουν. Το οχυρό της αυτό δήλωνε τουλάχιστον. Επιβλητικά κτίρια δέσποζαν στην πρώτη γραμμή, κρύβοντας πίσω τους την υπόλοιπη πόλη. Παντού η Ανατολή, με τους μιναρέδες και τις στρογγυλές στέγες, παντρευόταν με την επιβλητική ενετική αρχιτεκτονική. Έπρεπε να το ομολογήσει, τα Χανιά, παρότι ήταν πολύ μικρότερα από την Αλεξάνδρεια, απέπνεαν μια σαγήνη και μια περηφάνια που δεν άφηναν ασυγκίνητο κανέναν ταξιδιώτη.

Η Κατρίν σάρωσε αργά με το βλέμμα όλο το λιμάνι κάμποσες φορές: από τη μια πλευρά, τα νεώρια, κατά μήκος της θάλασσας, που καθρεφτίζονταν στο νερό, με δεκάδες φορτωμένους λιμενεργάτες να πηγαινοέρχονται, κι από την άλλη τα δίπατα και τρίπατα χρωματιστά σπίτια, ενωμένα το ένα με το άλλο κόντρα στον εισβολέα, με μικρά παράθυρα στραμμένα ερευνητικά προς το πέλαγο.

Ξένες σημαίες κυμάτιζαν κατά τη βούληση του ανέμου στο φρούριο του Φιρκά. «Αυτή λοιπόν είναι η πατρίδα μου;…» συλλογίστηκε με απορία.

Ομολογουμένως, οι αναμνήσεις από τη Μεγαλόνησο είχαν απομείνει λίγες και θολές μες στο μυαλό της. Ποτέ δεν της είχε λείψει η γενέτειρά της, συνεπώς οι εικόνες είχαν ξεθωριάσει με τα χρόνια. Άλλωστε, είχε αναπτύξει μια δική της θεωρία: αντί να αναμασά το παρελθόν και να μελαγχολεί, έπαιρνε τη ζωή όπως ερχόταν και απολάμβανε ό,τι της πρόσφερε. Δεν παραπονιόταν που είχε αναγκαστεί να φύγει από το νησί της. Από τη φύση της ήταν ανήσυχη, ήθελε συνεχώς ν’ ανακαλύπτει καινούρια μέρη, να μαθαίνει καινούρια πράγματα και να ασκεί τέχνες διαφορετικές μεταξύ τους. Μέχρι στιγμής, ένιωθε πλήρης. Κρατούσε πάντα τα μάτια και το μυαλό της ανοιχτά, σε ετοιμότητα, για να ρουφήξουν ό,τι δεν γνώριζε και μπορούσε να κάνει δικό της. Έτσι έκανε τη ζωή της καλύτερη.

Όχι, δεν είχε κανένα παράπονο, η μοίρα την είχε υπερκαλύψει προσφέροντάς της πλούσια τα αγαθά της, κι εκείνη την ευγνωμονούσε κάθε πρωί γι’ αυτό.

Το όμορφο Γιαλί Τζαμισί δέσποζε τώρα μπροστά στην προβλήτα, θυμίζοντάς της για άλλη μια φορά την Αλεξάνδρεια. Μέχρι να ολοκληρώσουν οι ναύτες τη δουλειά τους, η Κατρίν βάλθηκε να παρατηρεί τους ανθρώπους από απόσταση. Διάφοροι ξένοι και Τούρκοι στρατιωτικοί διέσχιζαν τον χώρο του λιμανιού με τα πόδια και είδε με ανακούφιση αρκετούς άντρες να φορούν ρεντιγκότες και κομψά ψηλά καπέλα. «Τελικά, στον τόπο αυτό δεν απαντούσε κανείς μονάχαφτωχολογιά»σκέφτηκε.

«Υπήρχε κι εδώ καλή κοινωνία και αριστοκρατία». Παραδίπλα, όμως, το μάτι της εντόπισε έναν συρφετό από κατάμαυρους άντρες που, σαν τα μυρμήγκια, έτρεχαν ακούραστα πέρα δώθε στην ξύλινη αποβάθρα, ξεφορτώνοντας βαρέλια και βαριές πραμάτειες από τις βάρκες. Τα’βαζαν πάνω στην πλάτη τους και τα κουβαλούσαν μοιάζοντας με γίγαντες.

Θα μάθαινε εκ των υστέρων ότι αυτούς τους γίγαντες οι Χανιώτες τους αποκαλούσαν Χαλικούτες.* Προέρχονταν από οικογένειες Βεδουίνων που, επί αιγυπτιακής κυριαρχίας, μεταφέρθηκαν στα Χανιά μαζί με μαύρους δούλους που χρησιμοποιούνταν για τις πιο σκληρές και βάναυσες εργασίες. Μετέπειτα, επειδή υπήρχε τεράστια έλλειψη ερ- γατών, καθώς οι περήφανοι κάτοικοι της Κρήτης δεν καταδέχονταν να γίνουν χαμάληδες ή νερουλάδες, η Κρητική Πολιτεία έφερε νέες οικογένειες από τη Βεγγάζη. Είχε χαριστεί πλέον σε όλους η ελευθερία, εντούτοις συνέχιζαν να δουλεύουν σαν τους σκλάβους, με μισθούς πείνας.

Η αναστάτωση ανάμεσα στους ταξιδιώτες την αποτράβηξε από τις σκέψεις της. Μερικές βάρκες ήδη προσέγγιζαν το καράβι τους. Οι αχθοφόροι ετοιμάζονταν, άλλοι να ξεφορτώσουν τα μπαγκάζια των επιβατών κι άλλοι τα πολύτιμα εμπορεύματα που έρχονταν από την Αλεξάνδρεια.

«Οι φουκαριάρηδες, τι κούραση θα τραβούν… Η φτώχεια είναι παντού η ίδια τελικά» συλλογίστηκε με λύπηση η Κατρίν. «Φοράει μαύρο δέρμα! Σε τι έχουν φταίξει αυτοί οι άνθρωποι για να τους αξίζει τέτοια μοίρα;»

Τα συναισθήματα μέσα της μπερδεύονταν. Το τοπίο που έβλεπε δεν φάνταζε άσχημο, κάθε άλλο, όμως οι φοίνικες και οι χουρμαδιές με τα δαντελωτά κλαδιά τους, κι εκείνα τα ανάκτορα των πλούσιων οικογενειών της Αλεξάνδρειας ήρθαν στο μυαλό της και υποσκέλισαν τα πάντα. Ένιωθε να πέφτει στο κενό. Πόσο δίκιο είχαν όσοι έλεγαν πως τη μαγική Αλεξάνδρεια ήταν δύσκολο να την αποχωριστείς κι ακόμα δυσκολότερο να την ξεχάσεις!

Αισθάνθηκε μόνη ξαφνικά, ξεριζωμένη και χαμένη. Ούτε που ήξερε αν θα αναγνώριζε τους δικούς της έπειτα από τρεις δεκαετίες μακριά τους. Θα ήταν σίγουρα πάμφτωχοι και άξεστοι. Θα υπέμενε άραγε τη χωριατιά τους ύστερα από τόσα χρόνια ζωής μες στα λούσα και την αριστοκρατική κοινωνία; Πώς θα κατάφερνε να ζήσει ανάμεσά τους τώρα; Πώς θα ανεχόταν τη βρομιά τους; Θυμόταν ακόμη πόσο πολύ είχε μοχθήσει μικρή για να αποβάλει τους κακούς τρόπους της, αφού στο πατρικό της είχε μάθει να τρώει σαν ζωάκι, να προχωράει με τους ώμους σκυφτούς και να κάθεται σαν πεταμένο σακί με πατάτες. Ακόμη αντηχούσε στα αφτιά της εκείνο το αποτρεπτικό «τσου, τσου, τσου!» του Γάλλου προξένου, όταν μικρή «χυνόταν» στην καρέκλα της.

«Ποιον άντρα θα βρω που να είναι αντάξιος του Πατρίκιου;» διερωτήθηκε ανατριχιάζοντας άξαφνα.

Τόσο πάθος, τόσα όνειρα, τόσες ελπίδες… κάηκαν κάτω από τον ήλιο της ερήμου…

Μ’ ένα αποφασιστικό τίναγμα του κεφαλιού έδιωξε απότομα όλες τις αναμνήσεις από το μυαλό της.

Δεν ήταν από τις γυναίκες που μοιρολογούν μένοντας τσακισμένες στην όχθη της ζωής. Όχι, ήταν άνθρωπος της δράσης. Η ώρα των δακρύων και της μεμψιμοιρίας είχε λήξει. Έπρεπε τώρα ν’ ανασηκώσει τα μανίκια της προκειμένου η ζωή της να αποκτήσει το νόημα και την ποιότητα που θα έχτιζαν τα ίδια της τα χέρια.

«Πόσα έχω να οργανώσω απ’ αύριο κιόλας!» αναλογίστηκε ανακτώντας τις δυνάμεις της.

Πήρε μια μεγάλη ανάσα και, θαρρετά, πρόσταξε τον εαυτό στα γαλλικά:

«À nous deux la vie!».*

Και ξάφνου, όλα μπήκαν σε μια σειρά στο μυαλό της.

«Θα πρέπει να ψάξω καλά για τον ιδανικό άντρα. Δεν θα βιαστώ. Τον θέλω από καλή οικογένεια, εργατικό, καλόβουλο και φιλήσυχο. Δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να στεφανωθώ με το αγρίμι που θα θελήσει να μου επιβάλει ο αδερφός μου ο Μιχάλης».

Επαναβεβαιώνοντας τις αποφάσεις της, το βλέμμα της πύρωσε. Είχε καθαρίσει από κάθε νοσταλγία κι ήταν πια διαπεραστικό χάρη στην έντασή του.

Ένας καμαρότος την παρακάλεσε να κατευθυνθεί προς τη σκάλα προκειμένου να κατέβει στη βάρκα που θα την οδηγούσε στη στεριά.